ποιμνιοτρόφος

ποιμνιοτρόφος
ποιμνιοτρόφος, ,
A = ποιμήν, Aq.4 Ki.3.4, Am.1.1.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ποιμνιοτρόφος — ο, ΝΑ, ποιμνοτρόφος Α αυτός που τρέφει, που διατηρεί ποίμνια, τσοπάνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποίμνη / ποίμνιον + τρόφος (< τρέφω) πρβλ. κτηνο τρόφος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”